συντονολυδιστί

συντονολυδιστί
Α
φρ. «συντονολυδιστὶ ἀρμονία» — μουσικός τρόπος ή ήχος κατά ένα τετράχορδο οξύτερος τού λυδίου, αλλ. υπερλύδιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύντονος-«σύμφωνος» + λύδιος (< Λυδία) + επιρρμ. κατάλ. -ιστί (πρβλ. μιξο-λυδ-ιστί)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συντονολυδιστί — συντονολῡδιστί , συντονολῡδιστί indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”